κρατορία

κρατορία
κρατορία, ἡ (Μ) [κράτωρ]
1. κυριαρχία, εξουσία
2. αυτοκρατορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρατορίας — κρατορίᾱς , κρατορία power fem acc pl κρατορίᾱς , κρατορία power fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατορίαν — κρατορίᾱν , κρατορία power fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιοκρατορία — ἰδιοκρατορία, ἡ (Μ) αυτονομία, ανεξάρτητη διακυβέρνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + κρατορία (< κράτωρ, βλ. αυτοκράτωρ), πρβλ. θαλασσο κρατορία, κοσμο κρατορία] …   Dictionary of Greek

  • παθοκρατορία — παθοκρατορία, ἡ (Α) παθοκράτεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κρατορία, πιθ. μέσω αμάρτυρου *παθοκράτωρ (πρβλ. αυτοκρατορία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”